unterwegs. καθοδόν. μία από τις λέξεις που με στοίχειωναν ανά περιόδους όταν ξεκίνησα να μαθαίνω γερμανικά. την επαναλάμβανα συνέχεια στο μυαλό μου. φωναχτά. σχεδόν την έβλεπα. όταν ήμουν στον δρόμο. ίσως επειδή ακριβώς σήμαινε αυτό που συνέβαινε. στον δρόμο, από το σπίτι στο σχολείο. το δημοτικό. περνάω απέναντι για να διασχίσω την ημι-ιδιωτική στοά γεμάτη μάρμαρο, άδεια, απρόσωπη, γρήγορη. κατάλληλο ηχείο για την λέξη unterwegs. μικρή στροφή και πρώτη επαφή με την θάλασσα. περπατάω παράλληλα στη θάλασσα για λίγο, συχνά χωρίς να στρέφω το κεφάλι. αλλά ξέρω ότι είναι εκεί. σε λίγα βήματα βρίσκομαι στην κάτω άκρη της αριστοτέλους, που ακόμα παρέμενε συνδεδεμένη με κάποια στοιχεία γειτονιάς. ποδήλατο. φίλες που συναντούσα μόνο εκεί. πλάτη στην θάλασσα ξανά και στροφή αριστερά σε ένα στενό, του οποίου η ζωή με ιντριγκάρει. δεν το καταλαβαίνω. ένα κομμωτήριο με ελάχιστους πελάτες. ένα ταξιδιωτικό γραφείο με εξωτικούς προορισμούς. σύντομα στροφή δεξιά εκεί που είναι το παλιό στεγνοκαθαριστήριο. δίπλα ένα μαγειρείο. λίγο πιο κάτω ένα μαγαζί γεμάτο μικρές ηλεκτρικές συσκευές, ασύντονο με τον δρόμο. συνεχίζω ίσια. δρόμος γεμάτος ρούχα, καφέ, μπαρ, "τα νησιά", παπούτσια. φτάνω στην αγία σοφίας. αριστερά λίγο πιο πάνω γεύση τοστ με κασέρι. σκέτο. συνεχίζω όμως ίσια. η μητρόπολη, το μακεδονικό μουσείο και από πίσω, σε μια αυλή που κάποτε συνδεόταν με την εκκλησία, αλλά τώρα έχει κλείσει, το σχολείο μου. η πρώτη διαδρομή που έκανα μόνη μου. μετά από υπόσχεση ότι στην τρίτη δημοτικού θα ήμουν αρκετά μεγάλη για να κάνω τα παραπάνω βήματα. η διαδρομή που δεν χρειάζεται να σκεφτώ, γιατί τα πόδια μου ξέρουν να την ακολουθούν.